- καταποικίλλω
- καταποικίλλω (Α)1. διακοσμώ κάτι με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους2. μτφ. (για λόγο) στολίζω, διακοσμώ, ομορφαίνω3. (για εξιστόρηση) παραθέτω επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԽԱՅՏԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — ( ) NBH 1 0919 Chronological Sequence: Unknown date ն. ԽԱՅՏԱՑՈՒՑԱՆԵԼ. Որպէս Խայտ առնել. Խայտաբղէտ կացուցանել. καταποικίλλω variis inficio maculis. ... *Խայտացուցանէ զմարմինն, բորոտութիւննս եւ այլ պէսպէ ցաւս ծնանելով. Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)